ερανίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερανίζομαι < αρχαία ελληνική ἐρανίζομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]ερανίζομαι
- (λόγιο) συγκεντρώνω χωρία ή φράσεις από διάφορα κείμενα και τα παραθέτω σε κείμενό μου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη έρανος
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ερανίζομαι | ερανιζόμουν(α) | θα ερανίζομαι | να ερανίζομαι | ||
β' ενικ. | ερανίζεσαι | ερανιζόσουν(α) | θα ερανίζεσαι | να ερανίζεσαι | (ερανίζου) | |
γ' ενικ. | ερανίζεται | ερανιζόταν(ε) | θα ερανίζεται | να ερανίζεται | ||
α' πληθ. | ερανιζόμαστε | ερανιζόμαστε ερανιζόμασταν |
θα ερανιζόμαστε | να ερανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ερανίζεστε | ερανιζόσαστε ερανιζόσασταν |
θα ερανίζεστε | να ερανίζεστε | (ερανίζεστε) | |
γ' πληθ. | ερανίζονται | ερανίζονταν ερανιζόντουσαν |
θα ερανίζονται | να ερανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ερανίστηκα | θα ερανιστώ | να ερανιστώ | ερανιστεί | ||
β' ενικ. | ερανίστηκες | θα ερανιστείς | να ερανιστείς | ερανίσου | ||
γ' ενικ. | ερανίστηκε | θα ερανιστεί | να ερανιστεί | |||
α' πληθ. | ερανιστήκαμε | θα ερανιστούμε | να ερανιστούμε | |||
β' πληθ. | ερανιστήκατε | θα ερανιστείτε | να ερανιστείτε | ερανιστείτε | ||
γ' πληθ. | ερανίστηκαν ερανιστήκαν(ε) |
θα ερανιστούν(ε) | να ερανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ερανιστεί | είχα ερανιστεί | θα έχω ερανιστεί | να έχω ερανιστεί | ερανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ερανιστεί | είχες ερανιστεί | θα έχεις ερανιστεί | να έχεις ερανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ερανιστεί | είχε ερανιστεί | θα έχει ερανιστεί | να έχει ερανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ερανιστεί | είχαμε ερανιστεί | θα έχουμε ερανιστεί | να έχουμε ερανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ερανιστεί | είχατε ερανιστεί | θα έχετε ερανιστεί | να έχετε ερανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ερανιστεί | είχαν ερανιστεί | θα έχουν ερανιστεί | να έχουν ερανιστεί |