καρποφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρποφάγος < αρχαία ελληνική καρποφάγος
Επίθετο
[επεξεργασία]καρποφάγος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καρποφαγία
- → δείτε τις λέξεις καρπός και τρώω