κενό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κενό τα κενά
      γενική του κενού των κενών
    αιτιατική το κενό τα κενά
     κλητική κενό κενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κενός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κενό ουδέτερο

  1. που δεν περιέχει τίποτε
    παραπάτησε και βρέθηκε στο κενό
  2. (μεταφορικά) η απουσία ενός πράγματος
    τα λόγια του έπεσαν στο κενό
  3. (φυσική) χώρος χωρίς ύλη
  4. το άδειο κομμάτι ενός χώρου
    • (μεταφορικά) χρονικό διάστημα χωρίς κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση
    • (στο σχολείο) μια διδακτική ώρα χωρίς μάθημα
      έλειπε ο φιλόλογος και τα παιδιά έκαναν κενό
  5. ένα χάσμα που διακόπτει τη συνέχεια μιας επιφάνειας
    • κάποιο διάστημα χωρίς να εμπεριέχει ή να συμβαίνει εντός του κάτι
  6. θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί
    υπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση
  7. οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια
    ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό
  8. (θεωρία συνόλων) το σύνολο που δεν περιέχει στοιχεία
    σύμβολα: , { }

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κενό εξουσίας: η απουσία μιας νόμιμης κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε μεσοδιαστήματα
  • νιώθω μέσα μου ένα κενό: δηλώνει ή απουσία συναισθημάτων και στόχων ή ότι μου λείπουν πολύ κάποια πράγματα ή πρόσωπα
  • είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό: ήταν αφηρημένος ή σκεφτόταν έντονα κάτι και δεν κοιτούσε κάτι συγκεκριμένο
  • οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό: δηλώνει αποτυχία, έλλειψη ανταπόκρισης των άλλων στις προσπάθειές του

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κενό