κλειστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλειστός | η | κλειστή | το | κλειστό |
γενική | του | κλειστού | της | κλειστής | του | κλειστού |
αιτιατική | τον | κλειστό | την | κλειστή | το | κλειστό |
κλητική | κλειστέ | κλειστή | κλειστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλειστοί | οι | κλειστές | τα | κλειστά |
γενική | των | κλειστών | των | κλειστών | των | κλειστών |
αιτιατική | τους | κλειστούς | τις | κλειστές | τα | κλειστά |
κλητική | κλειστοί | κλειστές | κλειστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλειστός < αρχαία ελληνική κλειστός < κλείω ή κλήω
Επίθετο
[επεξεργασία]κλειστός
- για άνοιγμα ή πέρασμα που κλείστηκε, φράχτηκε ή μπλόκαρε και δεν επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι να περάσει
- έχουμε κλειστά τα παράθυρα το βράδυ για να μην μπούνε μέσα τα κουνούπια
- δεν κοιμάμαι με τις κουρτίνες κλειστές, μου αρέσει το πρωινό φως
- κλειστά τα βόρεια σύνορα από τις κινητοποιήσεις των φορτηγατζήδων
- για κάτι στο οποίο η πρόσβαση ή η συμμετοχή είναι περιορισμένη
- κλειστά επαγγέλματα
- για γραφείο, κατάστημα, υπηρεσία κλπ. που δεν λειτουργεί για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα
- όταν πέρασα από το μαγαζί, ήταν κλειστό λόγω διακοπών
- μη κοινωνικός
- που δεν εκδηλώνει εύκολα σε άλλους τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του
- είναι πολύ κλειστός τύπος αλλά παρόλο αυτό καλό παιδί
- που τον κρατά μυστικό κάποιος, που δεν τον φανερώνει σε άλλους
- κλειστά τα χαρτιά της κυβέρνησης όσον αφορά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις
- (γλωσσολογία) (για ήχο) που προκαλείται από απότομο κλείσιμο και άνοιγμα του ρεύματος αέρα μέσα στο στόμα
- τα σύμφωνα π, κ, τ είναι κλειστά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλειστός
κλειστός στη γλωσσολογία
μη κοινωνικός
|