κορυζῶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]κορυζῶν, -ῶσα, -οῦν
- συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κορυζῶ του κορυζάω
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'τιμῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τιμῶν' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)