κοχώνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοχώνη αἱ κοχῶναι
      γενική τῆς κοχώνης τῶν κοχωνῶν
      δοτική τῇ κοχών ταῖς κοχώναις
    αιτιατική τὴν κοχώνην τὰς κοχώνᾱς
     κλητική ! κοχώνη κοχῶναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοχών
γεν-δοτ τοῖν  κοχώναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοχώνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοχώνη, -ης θηλυκό

  1. (ανατομία) περίνεο
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.131, @scaife.perseus
    Ἢν αἱ μῆτραι εἰλέωσι σφέας ἐς τὸ μεσηγὺ τῶν ἰξύων, ὀδύνη ἔχει τὴν νειαίρην γαστέρα, καὶ τὰ σκέλεα εἰρύαται, καὶ τὰς κοχώνας ἀλγέει,
  2. (ανατομία) (στον δυϊκό αριθμό) οι γλουτοί
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 424 (423-424)
    καὶ ταῦτα δρῶν ἐλάνθανόν ‹γ᾽›. εἰ δ᾽ οὖν ἴδοι τις αὐτῶν, | ἀποκρυπτόμενος εἰς τὼ κοχώνα τοὺς θεοὺς ἀπώμνυν·
    Και τα ᾽κανα αυτά χωρίς να με παίρνουν χαμπάρι. Αν όμως τύχαινε κάποιος να με δει, | έκρυβα το κρέας στα κωλομέρια μου κι έδινα όρκο πως δεν πήρα τίποτε.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr