μάχαιρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάχαιρα | οι | μάχαιρες |
γενική | της | μάχαιρας | των | μαχαιρών |
αιτιατική | τη | μάχαιρα | τις | μάχαιρες |
κλητική | μάχαιρα | μάχαιρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάχαιρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχαιρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈma.çe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐χαι‐ρα
- τονικό παρώνυμο: μαχαίρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάχαιρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάχαιρα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μάχαιρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μάχαιρᾰ | αἱ | μάχαιραι |
γενική | τῆς | μαχαίρᾱς | τῶν | μαχαιρῶν |
δοτική | τῇ | μαχαίρᾳ | ταῖς | μαχαίραις |
αιτιατική | τὴν | μάχαιρᾰν | τὰς | μαχαίρᾱς |
κλητική ὦ! | μάχαιρᾰ | μάχαιραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαχαίρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαχαίραιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάχαιρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάχαιρα, -ας θηλυκό
- (γενικότερα) μεγάλο μαχαίρι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 252 (252-255)
- Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, | ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο, | κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος, Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν | εὔχετο·
- κι έσυρ᾽ ο Ατρείδης μάχαιραν οπού σιμά | στην θήκην του ξίφους είχε πάντοτε, | και αφού απαρχές του χοίρου τες τρίχες έκοψε μ᾽ αυτήν, κι υψώνοντας τα χέρια προς τον Κρονίδην | εύχονταν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, | ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο, | κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος, Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν | εὔχετο·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1017 (1017-1018)
- λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς | σφάξεις τὸν οἶν.
- Πιάσ᾽ το μαχαίρι εσύ και σα χασάπης | σφάξε τ᾽ αρνί.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς | σφάξεις τὸν οἶν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 252 (252-255)
- (οπλισμός) σπάθη, ξίφος, ξιφίδιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 79.1
- Κόλχοι δὲ περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κράνεα ξύλινα, ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας σμικρὰς αἰχμάς τε βραχέας, πρὸς δὲ μαχαίρας εἶχον.
- Κι οι Κόλχοι φορούσαν στο κεφάλι τους ξύλινα κράνη και κρατούσαν μικρές ασπίδες από ακατέργαστο δέρμα βοδιών και δόρατα κοντά, επίσης και μάχαιρες.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Κόλχοι δὲ περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κράνεα ξύλινα, ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας σμικρὰς αἰχμάς τε βραχέας, πρὸς δὲ μαχαίρας εἶχον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 89.3
- τὸ δὲ πλῆθος αὐτῶν θωρηκοφόροι ἦσαν, μαχαίρας δὲ μεγάλας εἶχον.
- Κι οι περισσότεροί τους φορούσαν θώρακες κι είχαν μεγάλες μάχαιρες.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ δὲ πλῆθος αὐτῶν θωρηκοφόροι ἦσαν, μαχαίρας δὲ μεγάλας εἶχον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 5.20
- ἐπεγράφοντο δὲ καὶ ‹οἱ› τῶν Ἀρκάδων ὁπλῖται ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι ὄντες, πάντες δὲ ἠκονῶντο καὶ λόγχας καὶ μαχαίρας καὶ ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας.
- ενώ ακόμα κι οι Αρκάδες οπλίτες ζωγράφιζαν ρόπαλα πάνω στις ασπίδες τους σαν να ᾽ταν Θηβαίοι, κι όλοι ακόνιζαν λόγχες και μαχαίρια και γυάλιζαν τις ασπίδες τους.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ἐπεγράφοντο δὲ καὶ ‹οἱ› τῶν Ἀρκάδων ὁπλῖται ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι ὄντες, πάντες δὲ ἠκονῶντο καὶ λόγχας καὶ μαχαίρας καὶ ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 79.1
- ξυράφι
- είδος πολύτιμου λίθου
- (ελληνιστική σημασία , ανατομία) τμήμα του συκωτιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀμάχαιρος
- διμάχαιρος
- δρεπανομάχαιρα
- ἐγγαστριμάχαιρα
- μαχαιρᾶς
- μαχαιρίδιον
- μαχαῖριν
- μαχαίριον
- μαχαιρίς
- μαχαιρίων
- Μαχαιρίων
- μαχαιριωτός
- μαχαιροδέτης
- μαχαιροθήκη
- μαχαιροκοπέω
- μαχαιρομαχέω
- μαχαιροποιεῖον
- μαχαιροποιός
- μαχαιροπωλεῖον
- μαχαιροπώλης
- μαχαιροπώλιον
- μαχαιροφορά
- μαχαιροφορέω
- μαχαιροφόρος
- μαχαιρόφυλλον
- μαχαιρώνιον
- μαχαιρωτός
- ξιφομάχαιρα
- παραμάχαιρον
- σκολοπομαχαίριον
Πηγές
[επεξεργασία]- μάχαιρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάχαιρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοήθεια' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Οπλισμός (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Ανατομία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)