ντόνατ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντόνατ < αγγλικά donut
Ένα ντόνατ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντόνατ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]