ξηροκάρπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξηροκάρπι | τα | ξηροκάρπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξηροκάρπι | τα | ξηροκάρπια |
κλητική | ξηροκάρπι | ξηροκάρπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξηροκάρπι < ξηροί καρποί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξηροκάρπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ξηροί καρποί που σερβίρονται μαζί με το ποτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξηροκάρπι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)