παγκολίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγκολίνος < (μαλαισιανή γλώσσα) «πενγκουλίν», που σημαίνει «κάτι που κυλάει»
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγκολίνος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό στη τάξη των φολιδωτών που έχει μεγάλες προστατευτικές κεράτινες φολίδες που καλύπτουν το δέρμα του