παῦλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παῦλᾰ | αἱ | παῦλαι |
γενική | τῆς | παύλης | τῶν | παυλῶν |
δοτική | τῇ | παύλῃ | ταῖς | παύλαις |
αιτιατική | τὴν | παῦλᾰν | τὰς | παύλᾱς |
κλητική ὦ! | παῦλᾰ | παῦλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παύλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παύλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παῦλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παῦλα, -ης θηλυκό
- παύση, ανάπαυση, σταμάτημα, τερματισμός, ανάπαυλα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 96.2
- καὶ ὡς αὐτῶν διὰ τὸ τοιοῦτον ὀργιζομένων πολλοί τε καὶ ἀξιόλογοι ἄνθρωποι ἤδη ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν καὶ οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο,
- Εξαιτίας του μεγάλου ερεθισμού του κόσμου, πολλοί και αξιόλογοι άνθρωποι είχαν πάει φυλακή και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι η κρίση θα περάσει,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Και επειδή, ως εκ του ερεθισμού τούτου των πνευμάτων, πολλοί και αξιόλογοι ανθρώποι ευρίσκοντο ήδη εις τας φύλακας, και το κακόν δεν εφαίνετο ότι πλησιάζει να παύση,
- Μετάφραση στη Βικιθήκη: Ελευθέριος Βενιζέλος
- Εξαιτίας του μεγάλου ερεθισμού του κόσμου, πολλοί και αξιόλογοι άνθρωποι είχαν πάει φυλακή και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι η κρίση θα περάσει,
- καὶ ὡς αὐτῶν διὰ τὸ τοιοῦτον ὀργιζομένων πολλοί τε καὶ ἀξιόλογοι ἄνθρωποι ἤδη ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν καὶ οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 88
- ταύτην ἔλεξε παῦλαν ἐν χρόνῳ μακρῷ,
- προφήτεψε τέτοιαν ανάπαυλα μετά από χρόνια·
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 7.32
- εἰ μέντοι ὑμῖν δοκεῖ θηρίων ἀλλὰ μὴ ἀνθρώπων εἶναι τὰ τοιαῦτα ἔργα, σκοπεῖτε παῦλάν τινα αὐτῶν·
- Αν όμως νομίζετε πως τέτοιες πράξεις είναι έργα θηρίων και όχι ανθρώπων, προσπαθήστε να τις σταματήσετε.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- εἰ μέντοι ὑμῖν δοκεῖ θηρίων ἀλλὰ μὴ ἀνθρώπων εἶναι τὰ τοιαῦτα ἔργα, σκοπεῖτε παῦλάν τινα αὐτῶν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 96.2
- (+γενική, για ασθένεια, λύπη, κ.α.) παύση, τερματισμός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 473d
- οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα, ὦ φίλε Γλαύκων, ταῖς πόλεσι,
- είναι αδύνατο, φίλε μου Γλαύκων, να σταματήσει το κακό στις πόλεις
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα, ὦ φίλε Γλαύκων, ταῖς πόλεσι,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 9, 584b
- Ἰδὲ τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἡδονάς, αἳ οὐκ ἐκ λυπῶν εἰσίν, ἵνα μὴ πολλάκις οἰηθῇς ἐν τῷ παρόντι οὕτω τοῦτο πεφυκέναι, ἡδονὴν μὲν παῦλαν λύπης εἶναι, λύπην δὲ ἡδονῆς.
- Για να μην υποθέτεις λοιπόν ότι από τη φύση της η ηδονή είναι απαλλαγή από τη λύπη και η λύπη απαλλαγή από την ηδονή, πρόσεξε να ιδείς ηδονές που δεν έρχονται ύστερ᾽ από λύπες.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ἰδὲ τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἡδονάς, αἳ οὐκ ἐκ λυπῶν εἰσίν, ἵνα μὴ πολλάκις οἰηθῇς ἐν τῷ παρόντι οὕτω τοῦτο πεφυκέναι, ἡδονὴν μὲν παῦλαν λύπης εἶναι, λύπην δὲ ἡδονῆς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, 772
- παῦλα κακῶν ἔσται,
- τελεία και παύλα στα δεινά τους,
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- παῦλα κακῶν ἔσται,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 473d
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- παῦλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παῦλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)