περιορισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου περιορίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]περιορισμένος αρσενικό, περιορισμένη θηλυκό, περιορισμένο ουδέτερο
- που έχει περιοριστεί
- που είναι πιο λίγος ή κατώτερος απ’ το κανονικό ή το απαραίτητο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη περιορίζω