πλουταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλουταίνω < λείπει η ετυμολογία

πλουταίνω

  1. γίνομαι πλούσιος
  2. κάνω κάποιον πλούσιο

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  • με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  πλούτος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  πλουτίζω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]