πλουτοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλουτοκρατία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλουτοκρατία[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πλούτ(ος) + -ο- + -κρατία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /plu.to.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐το‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλουτοκρατία θηλυκό
- (πολιτική, οικονομία) η κυριαρχία του πλούτου, των πλουσίων στην κοινωνία
- το σύνολο τωνν πλούσιων, η χλιδή στην οποία ζουν
- Άσ' τους αυτούς! αυτοί είναι πλουτοκρατία! Ζούνε μες στα πούπουλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πλούτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλουτοκρατία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πλουτοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)