πνεύμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνεύμονας < αρχαία ελληνική πνεύμων
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpnev.mo.nas/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνεύμονας αρσενικό
- το καθένα από τα δύο εσωτερικά όργανα της αναπνοής που βρίσκονται στο στήθος των σπονδυλόζωων
- (μεταφορικά) μεγάλη έκταση με πράσινο (πάρκο, άλσος κ.λπ.)
- θα φτιαχτούν νέοι πνεύμονες πρασίνου στην πόλη