ποιητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποιητής | οι | ποιητές |
γενική | του | ποιητή | των | ποιητών |
αιτιατική | τον | ποιητή | τους | ποιητές |
κλητική | ποιητή | ποιητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποιητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιητής[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποιητής αρσενικό (θηλυκό ποιήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την ποίηση, που γράφει ποιήματα
- (κατ’ επέκταση) αυτός που δημιουργεί στίχους, ο στιχουργός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποιητής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ποιητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ποιητᾱ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ποιητής | οἱ | ποιηταί | |
γενική | τοῦ | ποιητοῦ | τῶν | ποιητῶν | |
δοτική | τῷ | ποιητῇ | τοῖς | ποιηταῖς | |
αιτιατική | τὸν | ποιητήν | τοὺς | ποιητᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | ποιητᾰ́ | ποιηταί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποιητᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ποιηταῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποιητής αρσενικό
- ο δημιουργός
- ο νομοθέτης
- ο (επάγγελμα) ποιητής
- ο (επάγγελμα) μουσικός
- ο (επάγγελμα) συγγραφέας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- ποιητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποιητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)