πολλαπλασιαστέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολλαπλασιαστέος < απόδοση του γαλλικού multiplicande < πολλαπλασιάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]πολλαπλασιαστέος, -έα, -έο
- που πρέπει να πολλαπλασιαστεί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολλαπλασιαστέος αρσενικό
- ο αριθμός που πολλαπλασιάζεται· σε έναν πολλαπλασιασμό, ο πρώτος αριθμός που ονομάζουμε
- στον πολλαπλασιασμό 2 x 5, το 2 είναι ο πολλαπλασιαστέος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλασιαστής
- πολλαπλασιαστικός
- πολλαπλάσιο
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλός
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολλαπλασιαστέος