πρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]πρός (δωρικός τύπος & επικός τύπος : ποτί)
- με αιτιατική
- με γενική
- (τοπικά) προς το μέρος
- στο όνομα
- (αναφορικά) ως προς
- (με γενική προσώπου) για να ωφεληθεί κάποιος
- με δοτική
- (τοπικά) προς, κοντά σε
- κοντά σε κάτι άλλο, επιπλέον
- πρός τούτοις