συλλογή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συλλογή οι συλλογές
      γενική της συλλογής των συλλογών
    αιτιατική τη συλλογή τις συλλογές
     κλητική συλλογή συλλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συλλογή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλογή (συγκέντρωση) < συλλέγω < (σύν) συλ- + λέγω (με τη σημασία: συλλέγω, συγκεντρώνω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική collection

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.loˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λο‐γή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συλλογή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συλλέγω
    1. η συγκέντρωση πραγμάτων
      ⮡  με τη συλλογή των σκουπιδιών θα ασχοληθούμε αύριο
      ⮡  για τη συλλογή όλων των στοιχείων θα χρειαστούν τρεις υπάλληλοι
    2. η συστηματική συγκέντρωση ομοειδών πραγμάτων
      ⮡  ασχολείται με τη συλλογή έργων τέχνης
    3. (συνεκδοχικά) τα συστηματικά συγκεντρωμένα ομοειδή πράγματα
      ⮡  είχε μια τεράστια συλλογή από πεταλούδες
  2. σκέψη που επανέρχεται, που με απασχολεί
    ⮡  βυθίζομαι σε συλλογή
    → δείτε και τη λέξη περισυλλογή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη συλλέγω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

για συλλογές κειμένων:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]