σωματέμπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωματέμπορος | οι | σωματέμποροι |
γενική | του | σωματέμπορου & σωματεμπόρου |
των | σωματέμπορων & σωματεμπόρων |
αιτιατική | τον | σωματέμπορο | τους | σωματέμπορους & σωματεμπόρους |
κλητική | σωματέμπορε | σωματέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σωματέμπορος < (ελληνιστική κοινή) σῶμα + ἔμπορος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σωματέμπορος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κάνει σωματεμπόριο, ο «έμπορος λευκής σαρκός»
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σωματέμπορος
|