σύμπλοκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύμπλοκο | τα | σύμπλοκα |
γενική | του | σύμπλοκου & συμπλόκου |
των | σύμπλοκων & συμπλόκων |
αιτιατική | το | σύμπλοκο | τα | σύμπλοκα |
κλητική | σύμπλοκο | σύμπλοκα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύμπλοκο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμπλοκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύμπλοκο αρσενικό
- (χημεία) σταθερό συγκρότημα από άτομα που έχει σαν κέντρο ένα μεταλλικό, συνήθως, ιόν και γύρω του δεσμευμένα μόρια ή ιόντα τα οποία ονομάζονται υποκαταστάτες ή συναρμοτές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύμπλοκο