φιλόδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλόδικος < αρχαία ελληνική φιλόδικος <φίλος + δίκη
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλόδικος
- εκείνος που αρέσκεται να καταφεύγει συχνά στη δικαιοσύνη για οποιοδήποτε ζήτημα, που έχει μανία με τις δίκες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλόδικος
|