χρονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρονικός | η | χρονική | το | χρονικό |
γενική | του | χρονικού | της | χρονικής | του | χρονικού |
αιτιατική | τον | χρονικό | τη | χρονική | το | χρονικό |
κλητική | χρονικέ | χρονική | χρονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρονικοί | οι | χρονικές | τα | χρονικά |
γενική | των | χρονικών | των | χρονικών | των | χρονικών |
αιτιατική | τους | χρονικούς | τις | χρονικές | τα | χρονικά |
κλητική | χρονικοί | χρονικές | χρονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρονικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρονικός < αρχαία ελληνική χρόν(ος) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νι‐κός
- ομόηχο: χρονικώς
Επίθετο
[επεξεργασία]χρονικός, -ή, -ό
- που αφορά στο χρόνο
- ⮡ χρονικό διάστημα
- (γραμματική) που εκφράζει χρόνο
- ⮡ χρονική αύξηση
- ⮡ χρονική πρόταση
- ⮡ χρονικό επίρρημα, χρονικός σύνδεσμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη χρόνος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χρονικός < αρχαία ελληνική χρον(ος) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]χρονικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- ο σχετικός με το χρόνο
- (γραμματική) χρονικός, που εκφράζει χρόνο
- (φιλολογία) για χρονικά, χρονογραφίες
- ⮡ χρονικά βιβλία, αἱ χρονικαί (εννοείται: γραφαί)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- χρονικῶς (επίρρημα)
Πηγές
[επεξεργασία]- χρονικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρονικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Φιλολογία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)