ψαρόβαρκα
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ψαρόβαρκ
α
οι
ψαρόβαρκ
ες
γενική
της
ψαρόβαρκ
ας
των
ψαρόβαρκ
ων
αιτιατική
την
ψαρόβαρκ
α
τις
ψαρόβαρκ
ες
κλητική
ψαρόβαρκ
α
ψαρόβαρκ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ψαρόβαρκα
στη Σύμη
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
ψαρόβαρκα
<
ψαρό-
+
βάρκα
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ψαρόβαρκα
θηλυκό
(
αλιεία
) η
βάρκα
του
ψαρά
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ψαροκάικο
ψαροπούλα
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
ψαρόβαρκα
γαλλικά
:
bateau
(fr)
de
pêche
(fr)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα ψαρό- (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αλιεία (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
English
Кыргызча
Malagasy
中文