ψυχρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψυχρός | η | ψυχρή | το | ψυχρό |
γενική | του | ψυχρού | της | ψυχρής | του | ψυχρού |
αιτιατική | τον | ψυχρό | την | ψυχρή | το | ψυχρό |
κλητική | ψυχρέ | ψυχρή | ψυχρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψυχροί | οι | ψυχρές | τα | ψυχρά |
γενική | των | ψυχρών | των | ψυχρών | των | ψυχρών |
αιτιατική | τους | ψυχρούς | τις | ψυχρές | τα | ψυχρά |
κλητική | ψυχροί | ψυχρές | ψυχρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχρός < ψύχω
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχρός, -ή, -ό
- κρύος, του οποίου η θερμοκρασία είναι χαμηλή
- (μεταφορικά) άνθρωπος που δεν εκδηλώνει συναισθήματα, που δεν έχει θέρμη, ζήλο, ενθουσιασμό
- (μεταφορικά) που δεν προκαλεί συγκίνηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψυχρός | ἡ | ψυχρᾱ́ | τὸ | ψυχρόν |
γενική | τοῦ | ψυχροῦ | τῆς | ψυχρᾶς | τοῦ | ψυχροῦ |
δοτική | τῷ | ψυχρῷ | τῇ | ψυχρᾷ | τῷ | ψυχρῷ |
αιτιατική | τὸν | ψυχρόν | τὴν | ψυχρᾱ́ν | τὸ | ψυχρόν |
κλητική ὦ! | ψυχρέ | ψυχρᾱ́ | ψυχρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ψυχροί | αἱ | ψυχραί | τὰ | ψυχρᾰ́ |
γενική | τῶν | ψυχρῶν | τῶν | ψυχρῶν | τῶν | ψυχρῶν |
δοτική | τοῖς | ψυχροῖς | ταῖς | ψυχραῖς | τοῖς | ψυχροῖς |
αιτιατική | τοὺς | ψυχρούς | τὰς | ψυχρᾱ́ς | τὰ | ψυχρᾰ́ |
κλητική ὦ! | ψυχροί | ψυχραί | ψυχρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυχρώ | τὼ | ψυχρᾱ́ | τὼ | ψυχρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ψυχροῖν | τοῖν | ψυχραῖν | τοῖν | ψυχροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχρός, -ά, όν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ψυχρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ρός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)