пророк

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

пророк (ru) αρσενικό

  1. ο προφήτης



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

пророк (sr) (λατινική γραφή: prorok) αρσενικό

  1. ο προφήτης