ἀδολέσχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀδολέσχης | οἱ | ἀδολέσχαι |
γενική | τοῦ | ἀδολέσχου | τῶν | ἀδολεσχῶν |
δοτική | τῷ | ἀδολέσχῃ | τοῖς | ἀδολέσχαις |
αιτιατική | τὸν | ἀδολέσχην | τοὺς | ἀδολέσχᾱς |
κλητική ὦ! | ἀδολέσχη | ἀδολέσχαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδολέσχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδολέσχαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀδολέσχης < αβέβαιης ετυμολογίας.
- Πιθανόν, *ἀ-Ϝαδο-λέσχης < ἀ- στερητικό + *Ϝαδa- που συγγενεύει με το ἡδύς (ευχάριστος) + λέσχ(η) (ομιλία, συνομιλία)[1] + -ης. Για το πρώτο συνθετικό, δείτε ἀαδεῖν.[2] Μορφολογικά, λήγει με -ο- + -λέσχης. Δηλαδή, ο μη ευχάριστος στην ομιλία, άρα ενοχλητικά φλύαρος.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀδολέσχης αρσενικό
- αδολέσχης, φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ, ακατάπαυστα
- ικανός για φιλοσοφικές, λεπτές και βαθυστόχαστες σκέψεις, οξύνους
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ἡδύς, λέσχης, Λέσχης και λέσχη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀδολέσχης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδολέσχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'Ἀτρείδης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'Κρονίδης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Κρονίδης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λέσχης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)