ὑπάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ὑπάγω (ὑπάξω, ὑπήγαγον)
- οδηγώ κάτι/κάποιον υπό την εξουσία
- υποτάσσω
- ενάγω στο δικαστήριο, κατηγορώ, εγκαλώ
- οδηγώ με βραδύ ρυθμό, προχωρώ μια υπόθεση σιγά-σιγά
- οδηγώ κρυφά, παρασύρω, ελκύω
- αποσύρω, απάγω
Επίσης
- (αμετάβατο) απέρχομαι σταδιακά, απομακρύνομαι
- (μέση φωνή) φέρνω υπό την εξουσία μου, υποτάσσω, καταβάλλω
- εγκαλώ για ένα έγκλημα
- φέρνω κάποιον με τα νερά μου, τον προσεταιρίζομαι με κάποιο δέλεαρ, τον εξαπατώ
- (παθητική φωνή) παρασύρομαι, υπάγομαι
- προσελκύομαι