ὑπάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑπάγω < ὑπ- + ἄγω

ὑπάγω (ὑπάξω, ὑπήγαγον)

  1. οδηγώ κάτι/κάποιον υπό την εξουσία
  2. υποτάσσω
  3. ενάγω στο δικαστήριο, κατηγορώ, εγκαλώ
  4. οδηγώ με βραδύ ρυθμό, προχωρώ μια υπόθεση σιγά-σιγά
  5. οδηγώ κρυφά, παρασύρω, ελκύω
  6. αποσύρω, απάγω

Επίσης

πηγαίνω, πάω, έρχομαι
  • (μέση φωνή) φέρνω υπό την εξουσία μου, υποτάσσω, καταβάλλω
εγκαλώ για ένα έγκλημα
φέρνω κάποιον με τα νερά μου, τον προσεταιρίζομαι με κάποιο δέλεαρ, τον εξαπατώ
(παθητική φωνή) παρασύρομαι, υπάγομαι
προσελκύομαι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]