Auswirkung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Auswirkung | die | Auswirkungen |
γενική | der | Auswirkung | der | Auswirkungen |
δοτική | der | Auswirkung | den | Auswirkungen |
αιτιατική | die | Auswirkung | die | Auswirkungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Auswirkung (de) θηλυκό