Blut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Blut (de) ουδέτερο (des Blut(e)s, die Blute)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- blutarm
- Blutbahn
- blutbefleckt
- Blutbild
- Blutbuche
- Blutdruck
- Blutegel
- bluten
- Bluter
- Bluterguss
- Bluterkrankheit
- Blutgerinnsel
- Blutgruppe
- blutig
- blutjung
- Blutkonserve
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Blut αρσενικό ή θηλυκό