Korken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Korken (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Korken)
- το πώμα
- Ζieh den Korken raus! - Τράβα το πώμα!
Korken (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Korken)