Korken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Korken (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Korken)

  • το πώμα
    Ζieh den Korken raus! - Τράβα το πώμα!