Speise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Speise | die | Speisen |
γενική | der | Speise | der | Speisen |
δοτική | der | Speise | den | Speisen |
αιτιατική | die | Speise | die | Speisen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Speise < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική spīse < παλαιά άνω γερμανική spīsa < μεσαιωνική λατινική spe(n)sa < λατινική expensa (δαπάνη, έξοδα) [1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Speise (de) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Hauptspeise
- Nachspeise
- Speiseeis
- Speisekarte
- Speiselokal
- Speiseröhre
- Speisesaal
- Speisesalz
- Süßspeise
- Vorspeise
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Speise στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)