accept

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας accept
γ΄ ενικό ενεστώτα accepts
αόριστος accepted
παθητική μετοχή accepted
ενεργητική μετοχή accepting

accept (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, δέχομαι κάτι που προσφέρεται
    I am accepting the invitation/offer.
    Δέχομαι την πρόκληση/προσφορά.
    They accepted the gift/the proposal.
    Δέχτηκαν το δώρο/την πρόταση.
    Applications are accepted until the end of the month.
    Αιτήσεις γίνονται δεκτές μέχρι το τέλος του μηνός.
  2. (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, γίνομαι αποδεκτός, συμφωνώ ή εγκρίνω κάτι
    We are not going to accept your proposal.
    Δεν πρόκειται να δεχτούμε την πρότασή σας.
    He did not agree to go.
    Δεν δέχτηκε να πάει.
    It was accepted with enthusiastic sentiments.
    Έγινε δεκτός με αισθήματα ενθουσιασμού.
    The proposal was unanimously accepted.
    Η πρόταση έγινε ομόφωνα δεκτή/αποδεκτή.
    The lawsuit was not accepted by the court.
    Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.
     συνώνυμα: approve
  3. (μεταβατικό) δέχομαι, παίρνω πληρωμή σε μια συγκεκριμένη μορφή
    Do you accept credit cards?
    Δέχεστε πιστωτικές κάρτες;
    The phone accepts coins.
    Το τηλέφωνο παίρνει νομίσματα.
  4. (μεταβατικό) παραδέχομαι ότι ευθύνομαι ή φταίω για κάτι
    He accepted his mistake.
    Παραδέχτηκε το λάθος του.
  5. (μεταβατικό) δέχομαι, αποδέχομαι, συνεχίζω σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς να παραπονιέμαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να την αλλάξω
    He refused to accept his defeat.
    Αρνήθηκε να δεχτεί την ήττα του.
    Why haven’t we accepted the situation?
    Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;
  6. (μεταβατικό) αποδέχομαι, γίνομαι αποδεκτός, κάνω κάποιον να νιώθει ευπρόσδεκτος και μέλος μιας ομάδας
    I will never accept him as my child!
    Δε θα τον αποδεχτώ ποτέ ως παιδί μου!
    Foreigners are not easily accepted by the locals.
    Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους.
  7. (μεταβατικό) δέχομαι, παραδέχομαι, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
    I accept that you acted in good faith.
    Δέχομαι ότι ενήργησες καλόπιστα.
    I accept that I am wrong.
    Παραδέχομαι ότι έχω άδικο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη admit
  8. (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, επιτρέπω σε κάποιον να γίνει μέλος ενός οργανισμού, να παρακολουθήσει ένα ίδρυμα, να χρησιμοποιήσει μια υπηρεσία κτλ.
    The hotel is now ready to accept guests.
    Το ξενοδοχείο είναι έτοιμο τώρα να δεχτεί πελάτες.
    Only members are accepted into the gambling houses.
    Στις χαρτοπαικτικές λέσχες γίνονται δεκτά μόνο τα μέλη.