actualisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
actualisation actualisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

actualisation (fr) θηλυκό

  1. η ενημέρωση (μιας πληροφορίας κλπ)
  2. η αναβάθμιση