actualisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
actualisation | actualisations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]actualisation (fr) θηλυκό
- η ενημέρωση (μιας πληροφορίας κλπ)
- η αναβάθμιση