apprivoisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apprivoisable | apprivoisables |
Επίθετο
[επεξεργασία]apprivoisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να εξημερωθεί, να δαμαστεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη apprivoiser