astronaut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
astronaut | astronauts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]astronaut (en)
- (επάγγελμα) ο αστροναύτης, η αστροναύτισσα
- ⮡ The astronaut found an intelligent organism.
- Ο αστροναύτης βρήκε έναν νοήμονα οργανισμό.
- ⮡ How many planets has the astronaut visited?
- Πόσους πλανήτες έχει επισκεφτεί ο αστροναύτης;
- ⮡ The astronaut found an intelligent organism.
Πηγές
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]astronaut (bs)