asynchronous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
asynchronous < a- + synchronous

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eɪˈsɪŋkɹənəs/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

asynchronous (en)

  1. ασύγχρονος
  2. (πληροφορική) ασύγχρονος, για εκτέλεση παράλληλων λειτουργιών σε πρόγραμμα υπολογιστή
    συντομογραφία: async

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]