baby-sitter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.bi⋅si.təʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
baby-sitter baby-sitters

baby-sitter (fr) αρσενικό ή θηλυκό