bronze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]bronze (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bronze (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bronze | bronzes |
bronze (fr) αρσενικό
- ο μπρούντζος
- (αθλητισμός) το χάλκινο μετάλλιο