chômeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chômeur | chômeurs |
θηλυκό | chômeuse | chômeuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chômeur (fr) αρσενικό
- ο άνεργος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chômeur | chômeurs |
θηλυκό | chômeuse | chômeuses |
chômeur (fr) αρσενικό