console
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
console | consoles |
console (en)
- (έπιπλο) η κονσόλα
- η κονσόλα, η παιχνιδοκονσόλα
- (πληροφορική) η κονσόλα, το απλό τερματικό υπολογιστή που απεικονίζει κείμενο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | console |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consoles |
αόριστος | consoled |
παθητική μετοχή | consoled |
ενεργητική μετοχή | consoling |
console (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]console (fr)
- η κονσόλα