continuous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kənˈtɪn.juː.əs/
Επίθετο
[επεξεργασία]continuous (en) (χωρίς παραθετικά)
- συνεχής, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, ασταμάτητος, που συμβαίνει ή υπάρχει για ένα χρονικό διάστημα χωρίς να διακόπτεται
- ⮡ fifty years of continuous peace - πενήντα χρόνια συνεχούς ειρήνης
- ⮡ a week of continuous rain - μια εβδομάδα ακατάπαυστης/αδιάκοπης βροχής
- ⮡ The noise from the cars is continuous.
- Ο θόρυβος των αυτοκινήτων είναι ασταμάτητος.
- ασταμάτητος, απλώνεται σε μια γραμμή ή σε μια περιοχή χωρίς κενά
- ⮡ The car traffic downtown is continuous day and night.
- Η κίνηση των αυτοκινήτων στο κέντρο είναι ασταμάτητη μέρα νύχτα.
- ⮡ The car traffic downtown is continuous day and night.
- (ανεπίσημο) συνεχής, που συμβαίνει σε πολύ πυκνά χρονικά διαστήματα
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη continuous tense