croyant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]croyant < creant < λατινικά credens < credere (πιστεύω)
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croyant | croyants |
θηλυκό | croyante | croyantes |
croyant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croyant | croyants |
θηλυκό | croyante | croyantes |
croyant (fr)
- ο πιστός