deed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /diːd/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deed (en)

  1. πράξη με θετικό αποτέλεσμα, κατόρθωμα
  2. (νομικός όρος)
    1. (γενικότερα) συμβολαιογραφική πράξη, συμφωνητικό με μάρτυρες
    2. (ειδικότερα) συμβόλαιο, τίτλος ιδιοκτησίας