deliberately
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | deliberately |
συγκριτικός | more deliberately |
υπερθετικός | most deliberately |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- deliberately < deliberate + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]deliberately (en)
- εσκεμμένα
- ↪ A large sum of money was deliberately assessed for their acquisition.
- Εσκεμμένα καθορίστηκε υψηλό χρηματικό ποσό για την απόκτησή τους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ A large sum of money was deliberately assessed for their acquisition.
- αργά και προσεχτικά
- ↪ He spoke deliberately.
- Μίλησε αργά και προσεχτικά.
- ↪ He spoke deliberately.
Πηγές
[επεξεργασία]- deliberately - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 121. ISBN 9780194325684., λήμμα: αργός