deliberately

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός deliberately
συγκριτικός more deliberately
υπερθετικός most deliberately

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
deliberately < deliberate + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

deliberately (en)

  1. εσκεμμένα
    A large sum of money was deliberately assessed for their acquisition.
    Εσκεμμένα καθορίστηκε υψηλό χρηματικό ποσό για την απόκτησή τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
  2. αργά και προσεχτικά
    He spoke deliberately.
    Μίλησε αργά και προσεχτικά.