disarmament

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disarmament < disarm + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disarmament (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο αφοπλισμός
    ⮡  The disarmament talks broke down.
    Οι συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν.