discontent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
discontent discontents

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
discontent < dis- + content

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

discontent (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η δυσαρέσκεια
    The strikes suggest discontent among the workers.
    Οι απεργίες υποδηλώνουν δυσαρέσκεια των εργαζομένων.