exactly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | exactly |
συγκριτικός | more exactly |
υπερθετικός | most exactly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]exactly (en)
- ακριβώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι είναι σωστό από κάθε άποψη ή με κάθε λεπτομέρεια
- ↪ exactly in the middle of the room - ακριβώς στη μέση του δωματίου
- ↪ exactly across/opposite - ακριβώς απέναντι
- ↪ ten years ago exactly - πριν από δέκα χρόνια ακριβώς
- ↪ It’s exactly what I want!
- Είναι ακριβώς αυτό που θέλω!
- ↪ It’s exactly two o’clock.
- Είναι ακριβώς δυο η ώρα.
- ↪ I don’t know what to say exactly.
- Δεν ξέρω τι να πω ακριβώς.
- ακριβώς, χρησιμοποιείται ως απάντηση για να συμφωνήσω με αυτό που μόλις είπε κάποιος ή για να τονίσω ότι είναι σωστό
- ↪ Exactly, the pain comes and goes.
- Ακριβώς, ο πόνος έρχεται και φεύγει.
- ↪ Exactly! I believe the same thing too.
- Ακριβώς! Το ίδιο πιστεύω κι εγώ.
- ↪ Exactly, the pain comes and goes.