exactly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός exactly
συγκριτικός more exactly
υπερθετικός most exactly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exactly < exact + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

exactly (en)

  1. ακριβώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι κάτι είναι σωστό από κάθε άποψη ή με κάθε λεπτομέρεια
    exactly in the middle of the room - ακριβώς στη μέση του δωματίου
    exactly across/opposite - ακριβώς απέναντι
    ten years ago exactly - πριν από δέκα χρόνια ακριβώς
    It’s exactly what I want!
    Είναι ακριβώς αυτό που θέλω!
    It’s exactly two o’clock.
    Είναι ακριβώς δυο η ώρα.
    I don’t know what to say exactly.
    Δεν ξέρω τι να πω ακριβώς.
  2. ακριβώς, χρησιμοποιείται ως απάντηση για να συμφωνήσω με αυτό που μόλις είπε κάποιος ή για να τονίσω ότι είναι σωστό
    Exactly, the pain comes and goes.
    Ακριβώς, ο πόνος έρχεται και φεύγει.
    Exactly! I believe the same thing too.
    Ακριβώς! Το ίδιο πιστεύω κι εγώ.