experiment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
experiment experiments

experiment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πείραμα, επιστημονική δοκιμή
    ⮡  Experiments on humans are prohibited.
    Απαγορεύονται τα πειράματα σε ανθρώπους.
  2. το πείραμα, πράξη που γίνεται για να ελεγχθεί και να δοκιμαστεί η ορθότητα μιας μεθόδου, ενός σχεδίου δράσης, μιας άποψης κτλ.
    ⮡  I don’t think we’ll succeed, but let’s do an experiment.
    Δε νομίζω πως θα πετύχουμε, αλλά ας κάνουμε ένα πείραμα.
ενεστώτας experiment
γ΄ ενικό ενεστώτα experiments
αόριστος experimented
παθητική μετοχή experimented
ενεργητική μετοχή experimenting

experiment (en)