experiment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
experiment | experiments |
experiment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το πείραμα, επιστημονική δοκιμή
- ⮡ Experiments on humans are prohibited.
- Απαγορεύονται τα πειράματα σε ανθρώπους.
- ⮡ Experiments on humans are prohibited.
- το πείραμα, πράξη που γίνεται για να ελεγχθεί και να δοκιμαστεί η ορθότητα μιας μεθόδου, ενός σχεδίου δράσης, μιας άποψης κτλ.
- ⮡ I don’t think we’ll succeed, but let’s do an experiment.
- Δε νομίζω πως θα πετύχουμε, αλλά ας κάνουμε ένα πείραμα.
- ⮡ I don’t think we’ll succeed, but let’s do an experiment.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | experiment |
γ΄ ενικό ενεστώτα | experiments |
αόριστος | experimented |
παθητική μετοχή | experimented |
ενεργητική μετοχή | experimenting |
experiment (en)
- πειραματίζομαι
- ⮡ I am experimenting with new ideas.
- Πειραματίζομαι με νέες μεθόδους.
- ⮡ I am experimenting with new ideas.