explosion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Explosion
      ενικός         πληθυντικός  
explosion explosions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

explosion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκρηξη, ο μετασχηματισμός μιας ουσίας σε αέρια προκαλώντας δυνατό κρότο και ισχυρά μηχανικά αποτελέσματα
    He didn’t have time to get away from the spot of the explosion.
    Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης.
  2. η έκρηξη, μεγάλη και απότομη αύξηση
    a population explosion - πληθυσμιακή έκρηξη



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
explosion explosions

explosion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

explosion (sv)